ερετριαίος

ερετριαίος
ἐρετριαῑος, -α, -ον (Α) [Ερέτρια]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, ο ερετριακός («τὸ ἐπιτείχισμα τὸ Ἐρετριαῑον», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”